- χρυσοραγές
- Α(κατά τον Ησύχ.) «χρυσοβαφές».[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -ραγές, ουδ. τού -ραγής (< συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- τής ρίζας τού ρ. ῥέζω* «βάφω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρηγεύς — και ῥαγεύς και ῥεγεύς και ῥογεύς, έως, ὁ, Α βαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥεγ εύς έχει σχηματιστεί από το θ. ῥεγ τού ῥέζω*(ΙΙ) «βάφω» (< *ῥέγ jω) με επίθημα εύς (πρβλ. παγ εύς). Παράλληλα με τον τ. ῥεγεύς, μαρτυρούνται και οι τ.: ῥαγεύς (πρβλ. και λ.… … Dictionary of Greek